πλατεῖον

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό, (πλατύς)

   A tablet, Plb.6.34.8, 10.45.8.

German (Pape)

[Seite 626] τό, die Platte od. Tafel, Pol. 6, 34, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτεῖον: τό, (πλατὺς) πινακίς, Πολύβ. 6. 34, 8., 10. 45, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
planchette où était écrit le mot du guet.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλατεῖα με αλλαγή γένους].