πλαγιοκόπτης

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρολογικό εργαλείο, χρησιμοποιούμενο στην κοπή τών συρμάτων κατά τις καλωδιώσεις, ιδίως μέσα σε περιορισμένο χώρο, ὁπως λ.χ. σε κουτιά διακλαδώσεων και διακοπτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + κόπτης].