πλαγιόκαρπος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ον,

   A having fruit at the sides, Thphr. HP1.14.2,3.18.12.

German (Pape)

[Seite 623] mit Früchten auf den Seiten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων καρπὸν κατὰ τὰ πλάγια, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει καρπό στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + καρπός (πρβλ. λεπτό-καρπος, ολιγό-καρπος)].