ποδόρρωρος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

η, ον, (ῥωρός)

   A swift-footed, Call.Dian.215 (v.l. -ρρώην).

Greek Monolingual

-ον, Α
το θηλ. ποδορρώρη
διόρθωση του ποδορρώη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ῥωρός «σφοδρός» (< ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»)].