ποζάρω

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. παίρνω στάση κατάλληλη για να φωτογραφηθώ ή για να χρησιμοποιηθώ ως μοντέλο από καλλιτέχνες
2. παίρνω προσποιητή στάση, συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. posare (βλ. και λ. πόζα)].