πόζα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη
2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά
3. στάση του σώματος κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. posa < λατ. pausa < αρχ. παύω / παῦσις.