ποικιλόφυλος

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλόφῡλος: -ον, = αἰολόφυλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 617.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό-φυλος].