ποικιλόφυλος

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόφῡλος Medium diacritics: ποικιλόφυλος Low diacritics: ποικιλόφυλος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: poikilóphylos Transliteration B: poikilophylos Transliteration C: poikilofylos Beta Code: poikilo/fulos

English (LSJ)

ποικιλόφυλον, = αἰολόφυλος, Sch.Opp.H.1.617.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλόφῡλος: -ον, = αἰολόφυλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 617.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερόφυλος].