πολεμήτωρ

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.

German (Pape)

[Seite 653] ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός
αρχ.
φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. οική-τωρ)].