πολεμήτωρ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.
German (Pape)
[Seite 653] ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός
αρχ.
φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. οικήτωρ)].