ποθολκίς

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dor. for προσολκίς,

   A leading-rein, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, dor. = προσολκίς, ίδος, Zügel, Halfter, womit man Pferde u. a. Zugthiere zieht und lenkt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ποθολκίς: -ίδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ προσολκίς, «ἡ ἡνία τῶν ὑποζυγίων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(δωρ. τ.) προσολκίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + -ολκίς (< -ολκός < ὁλκή, πρβλ. εφ-ολκίς), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].