πολυβαθής

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A very deep, ib.1.633, 5.61.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβᾰθής: -ές, λίαν βαθύς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 633., 5. 60.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο-βαθής].