πολύκρεος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.
β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύ-κρεος, ηδύ-κρεως].