πολυκύμων

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,

   A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3.    II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.

Greek Monolingual

(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].———————— (II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].