πολυφόνος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A murderous, E.HF420 (lyr.), Rh.62.465.

German (Pape)

[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφόνος: -ον, πολὺ φονικός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 420, Ρῆσ. 52.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ φονικός («κτείνων 'Αχαιοὺς τῇδε πολυφόνῳ χερί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φονος (< φόνος), πρβλ. ωκυ-φόνος.