πολυφυής

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές, (φυή)

   A divided into many, manifold, Arist.HA493a1.

German (Pape)

[Seite 676] ές, vielartig, mannichfaltig; Arist. H. A. 1, 11; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠφυής: -ές, (φυὴ) ὁ εἰς πολλὰ διῃρημένος, πολυμερής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. διφυής.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ-φυής, μεγαλο-φυής].