ποντοθήρης

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who fishes in the sea, AP6.193 (Phal.?).

German (Pape)

[Seite 681] ὁ, Meerjäger, Fischer, Flacc. 4 (VI, 193).

Greek (Liddell-Scott)

ποντοθήρης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀγρεύων, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 193.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui chasse sur mer : pêcheur.
Étymologie: πόντος, θηράω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αλιέας που ψαρεύει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + -θήρης / θηρᾶς (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σκιο-θήρης].