πολύχρονος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz.Ecphr.2.211.

German (Pape)

[Seite 677] spätere Form statt πολυχρόνιος, Io. Gaz. periphr. 568; auch im adv. πολυχρόνως.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρονος: -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ πολυχρόνιος, Αἰνείας Γαζ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχρονος, -ον, ΝΑ
πολυχρόνιος
νεοελλ.
σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιοςπολύχρονος νά 'σαι!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρόνος (πρβλ. ισό-χρονος)].