πολυτραφής

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ές,

   A much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. -τράφ-ην), πρβλ. ευ-τραφής].