ποτιτάσσω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A v. προστάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιτάσσω: ἴδε ποτέταξε.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προστάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + τάσσω.