πρατήνιον

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

τό, Att. for ὕπερον, Hsch.    II = πρητήν, Id.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (αττ. τ.) το ὕπερον
2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον
ἡλικία τις αἰγός» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν
ἐνιαύσιος ἀμνός»].