πρασίζω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

(πράσον)

   A to be greenish, Dsc.3.80.2, 4.150.5, Ruf. ap. Orib. 8.24.64, Gal.6.742.

German (Pape)

[Seite 694] die grüne Lauchfarbe haben, lauchgrün sein; Diosc., Schol. Theocr. 10, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾰσίζω: (πράσον) εἶμαι πράσινος ὡς πράσον, ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155.

Greek Monolingual

Α πράσον
είμαι πράσινος όπως το πράσο, έχω το χρώμα του πράσσου.