πρασίζω
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
(πράσον) to be greenish, Dsc.3.80.2, 4.150.5, Ruf. ap. Orib. 8.24.64, Gal.6.742.
German (Pape)
[Seite 694] die grüne Lauchfarbe haben, lauchgrün sein; Diosc., Schol. Theocr. 10, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσίζω: (πράσον) εἶμαι πράσινος ὡς πράσον, ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ πράσου, Διοσκ. 3. 94., 4. 155.
Greek Monolingual
Α πράσον
είμαι πράσινος όπως το πράσο, έχω το χρώμα του πράσσου.