προανατρέχω

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A run up in front, prob. for προσ- in Sor.2.64 and Paul.Aeg.6.74.

Greek Monolingual

Α
τρέχω μπροστά προς την κατεύθυνση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνατρέχω με τη σημ. «αναζητώ, ανιχνεύω»].