χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(-έω) (Α ἀναζητῶ) (Ν και-άω)
1. ερευνώ επίμονα και προσεκτικά, εξετάζω, διερευνώ
2. ζητώ, ψάχνω επίμονα
νεοελλ.
επιδιώκω, ποθώ, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + ζητώ.
ΠΑΡ. αναζήτηση (-ις) νεοελλ. αναζητητής, αναζήτητος].