πρόβραχυς

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

(sc. πούς), ὁ,

   A the foot - - - -, Diom.p.481 K.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(ενν. πους) είδος μετρικού πόδα ο οποίος αποτελείται από πέντε συλλαβές, από τις οποίες η πρώτη είναι βραχεία και οι υπόλοιπες τέσσερεις μακρές, δηλ. U- - - -
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βραχύς.