προβάτερον

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A ν. πρόβατον 1.2.

Greek Monolingual

Α πρόβατον
(κωμική λ.) επίθ. συγκριτ. βαθμ. που χρησιμοποιήθηκε στην παροιμ. φρ. προβάτου προβάτερον προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος είναι πιο ανόητος και από πρόβατο.