προεκκόπτω

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A excise first, τοὺς σπονδύλους Gal.2.682:—Pass., ib.702.    II destroy first, Lib.Or.39.15.

German (Pape)

[Seite 718] vorher herausschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκόπτω: ἐκβάλλω διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., αὐτόθι 682, 6, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα
2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].