προέλαση

Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / προέλασις, -άσεως, ΝΜΑ προελαύνω
η γρήγορη μετακίνηση στρατιωτικού τμήματος προς τα εμπρός χωρίς ουσιαστική αντίσταση του εχθρού
μσν.
η πομπή.