προέλασις

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέλᾰσις Medium diacritics: προέλασις Low diacritics: προέλασις Capitals: ΠΡΟΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: proélasis Transliteration B: proelasis Transliteration C: proelasis Beta Code: proe/lasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, riding forward: cavalry charge, X.Eq.Mag.8.3 (pl.).

German (Pape)

[Seite 719] ἡ, das Vorreiten, Vorrücken, Xen. Hipparch. 8, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'aller à cheval devant.
Étymologie: προελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

προέλᾰσις: εως ἡ езда вперед, воен. продвижение, наступление (προελάσεις καὶ ἀποχωρήσεις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

προέλᾰσις: ἡ, τὸ προελαύνειν, ὁρμᾶν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3.

Greek Monotonic

προέλᾰσις: ἡ, εξόρμηση προς τα εμπρός, επέλαση, σε Ξεν.

Middle Liddell

προέλᾰσις, εως,
a riding forward, Xen. [from προελαύνω

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προελαύνωπρό + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.