προκατακόπτω
English (LSJ)
A cut up beforehand, Antiph.230.7: metaph., cut to pieces, massacre first, πολλούς Eun.VSp.480B.
German (Pape)
[Seite 728] vorher zerschlagen, βοῦν, schlachten, Antiphan. bei Ath. I, 5 a.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακόπτω: κατακόπτω πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.
Greek Monolingual
Α
1. κατακόβω, κατακομματιάζω εκ τών προτέρων
2. μτφ. φονεύω, σκοτώνω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακόπτω «κατακομματιάζω, πετσοκόβω, σφάζω»].