προμηθεύω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΝΜΑ προμηθής
νεοελλ.
παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω
2. (το μέσ.) προμηθεύομαι
προσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα»)
μσν.-αρχ.
(μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι.