ΝΜΑ προμηθήςνεοελλ.παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω2. (το μέσ.) προμηθεύομαιπροσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα»)μσν.-αρχ.(μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι.