προμηνυτής

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.