προοιωνίζομαι

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
παρέχω οιωνούς, προμηνύω, δίνω την ευκαιρία για προβλέψεις (α. «η άνοδος του πληθωρισμού προοιωνίζεται πτώση του βιοτικού επιπέδου» β. «η απόφαση του μόνο κακά προοιωνίζεται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + οἰωνίζομαι (< οἰωνός). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Γ. Παπασλιώτη].