προπίτνω

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

   A fall prostrate, ἐς γᾶν A.Pers.588 (lyr.); of a suppliant, S.El.1380.

Greek (Liddell-Scott)

προπίτνω: πίπτω πρηνής, προσπίπτω, ἐς γᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 588 ἐπὶ ἱκέτου, Σοφ. Ἠλ. 1380. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λέξ. πίτνω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
tomber en avant ; particul. tomber à genoux en suppliant.
Étymologie: πρό, πίτνω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) πέφτω πρηνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πίτνω, ποιητ. τ. του πίπτω.