προπήδησις

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A protrusion, ὀφθαλμῶν Polem.Phgn. 17.    II dislocation, gloss on ἐκπάλεια, Sch.Orib.49.27.

Greek (Liddell-Scott)

προπήδησις: ἡ, τὸ πηδᾶν πρὸς τὰ ἐμπρός, Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προπηδῶ
1. πήδημα προς τα εμπρός
2. προεκβολή προς τα εμπρός ή προς τα έξω («προπήδησις ὀφθαλμῶν», Πολ.)
3. εξάρθρωση.