πρόσαντα

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

Adv.

   A uphill, Dicaearch.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσαντα: Ἐπίρρ. πρὸς τὰ ἄνω, κατὰ τὴν ἀνωφέρειαν, «τὸν ἀνήφορον», Δικαίαρχ. σ. 11 Huds.· ἴσως πλημμελ. γραφ. καὶ ἀντὶ προσάντης.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. προς τα επάνω, κατά τον ανήφορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἄντα «ίσια επάνω» (βλ. λ. άντα)].