προσάντης

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάντης Medium diacritics: προσάντης Low diacritics: προσάντης Capitals: ΠΡΟΣΑΝΤΗΣ
Transliteration A: prosántēs Transliteration B: prosantēs Transliteration C: prosantis Beta Code: prosa/nths

English (LSJ)

προσάντες, gen. εος, (ἄντην)
A uphill, steep, κέλευθος, χωρίον, Pi.I.2.33, Th.4.43; ἐν ἠρέμα προσάντει Pl.Phdr.230c; φορὰ εἰς τὸ πρόσαντες Arist.Pr.889b39, cf. Diocl.Fr.142.
II metaph., arduous, adverse, ἀλλ' ἕν τί μοι πρόσαντες E.Med.381; κεῖνό μοι μόνον πρόσαντες Id.Or.790 (troch.); σκοπεῖν... τί π. εἴρηται τῆς νομοθεσίας Pl.Lg.746c; πρόσαντές [ἐστι] c. inf., Isoc.8.14; repugnant, distasteful, λόγος Hdt.7.160; ζήτησις Arist.EN1096a12; εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρόσαντες Pl.Lg.702d; of diet, unsuitable, Orib.5.31.2. Adv., μήτε ἀκαίρως παρακαλεῖν μήτε ἐκείνῳ προσάντως = in such a way as to encounter his opposition, Nic.Dam.127.8J.
2 of persons, adverse, hostile, τισι E.Med.305; προσάντης πρὸς τἆλλα τἀγαθά = setting oneself against…, X.Ap.33. Adv. προσάντως = unwillingly, D.S. 14.1.

German (Pape)

[Seite 750] ες, 1) steil hinangehend, schroff; κέλευθος, Pind. I. 2, 33; Plat. Phaedr. 230 c; ἀνάβασις, Pol. 1, 55, 9. – 2) rauh, schwer, lästig, widerstrebend, feindselig, adversus, λόγος, Her. 7, 160; κεῖνό μοι μόνον πρόσαντες, Eur. Or. 788, öfter; τινός, Plat. Legg. V, 746 c, εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρόσαντες, unbequem, III, 702, d; schwierig. unangenehm, Arist. Eth. 1, 6, 1; καὶ ἀντίτυπος. Alcidam. sophist. p. 674, 14. Sp., wie Plut. u. Luc. – Adv., προσάντως ἀκούειν, ungern, mit Widerstreben oder Erbitterung hören, D. Sic. 14, 1 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui va en montant, escarpé;
2 fig. contraire, hostile, opposé à, dat. ou πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, ἄντην.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσάντης -ες [πρός, ~ ἄντα] steil:. ἐν ἠρέμα προσάντει op een zacht glooiende plaats Plat. Phaedr. 230c. overdr. lastig, moeilijk:; ἕν τί μοι προσάντης één ding stuit mij tegen de borst Eur. Med. 381; onaangenaam:. εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρόσαντες als het Megillos niet hindert Plat. Lg. 702d.

Russian (Dvoretsky)

προσάντης:
1 поднимающийся круто вверх, крутой (κέλευθος Pind.; τὸ χωρίον Thuc.; ἡ ὁδός Plut.);
2 неприятный, тяжелый, мучительный (ζήτησις Arst.): ἕν τί μοι πρόσαντες Eur. одно лишь меня беспокоит; εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρόσαντες Plat. если для Мегилла не будет это неудобно;
3 суровый, резкий (λόγος Her.);
4 неприязненный, враждебный (τινί Eur.; π. πρός τι Xen.).

English (Slater)

προσάντης steep met. οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντηςκέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.33)

Greek Monolingual

-όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, -όταντες, Α
1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνοςπόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.)
2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής
αρχ.
1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρόςἐπεί τε ὑμῖν ὁ λόγος οὕτω προσάντης καθίσταται», Ηρόδ.)
2. (για δίαιτα) ακατάλληλος, απρόσφορος
3. μτφ. α) (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός
β) (για πράγμ.) ενάντιος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσαντες
η ανηφοριά
5. φρ. «πρόσαντές [ἐστι]»
(με απρμφ.) είναι δύσκολο να...
επίρρ...
προσάντως Α
1. ενοχλητικά
2. με δυσαρέσκεια, με πικρία ή χωρίς τη θέληση κάποιου («πάντες μὲν ἴσως εἰκός ἐστι προσάντως ἀκούειν τὰς καθ' ἑαυτῶν βλασφημίας», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ (βλ. λ. ποτί) + -άντης (< θ. -αντ-εσ- < αντ-, πρβλ. άντα, άντην, αντί), πρβλ. εξάντης, κατάντης].

Greek Monotonic

προσάντης: -ες (ἄντην),
I. αυτός που υψώνεται ενάντια σε, ανωφελής, απότομος, απόκρημνος, Λατ. adversus, σε Πίνδ., Θουκ.
II. 1. μεταφ., δύσκολος, δυσχερής, ενάντιος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ενάντιος, εχθρικός, τινί, σε κάποιον, σε Ευρ.· προσάντης πρός τι, είμαι ενάντιος σε κάτι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προσάντης: -ες, γεν. εος, (ἄντην) ὁ ὑψούμενος ἐνώπιόν τινος, ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀπόκρημνος, Λατ. adversus, κέλευθος Πινδ. Ι. 2. 47, Θουκ. 4. 43· ἐν ἡρέμα προσάντει Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· φορὰ εἰς τὸ πρ. Ἀριστ. Προβλ. 9, 4, 2. ΙΙ. μεταφ., δύσκολος, δυσχερής, ἐναντίος, ἀλλ’ ἕν τί μοι πρόσαντες Εὐρ. Μήδ. 381· κεῖνό μοι μόνον πρ. Εὐρ. Ὀρ. 790· σκοπεῖν..., τί πρόσαντες εἴρηται τῆς νομοθεσίας Πλάτ. Νόμ. 746C· πρόσαντές [ἐστι] μετ’ ἀπαρ., Ἰσοκρ. 161D· ― ὡσαύτως, ἀνιαρός, ὀχληρός, ὀδυνηρός, λόγος Ἡρόδ. 7. 160· ζήτησις Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 1· εἰ μή τι Μεγίλλῳ πρ. Πλάτ. Νόμ. 702D. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐναντίος, ἐχθρικός, τινὶ Εὐρ. Μήδ. 305· πρ. πρός τι, ἐναντίος πρός τι, Ξεν. Ἀπολλ. 33. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσάντης· σκληρός, ἐναντίος, δυσχερής, ἐχθρός, ἀηδής». ― Ἐπίρρ., -τως, ἀκουσίως, μετὰ δυσαρεσκείας, Διόδ. 14. 1, κλπ., πρβλ. πρόσαντα.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ascending steeply, inclined, craggy, rough, adverse, hostile (Pi., IA.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Adjectival hypostasis of the adverb πρόσαντα (Dikaearch.) upwards, up the mountain; like ἔναντα from a noun front, which is also seen in the frozen ἄντα, ἀντι, ἄντην (s. vv.). Thus ἄναντα up a mountain with ἀνάντης up-hill, κάταντα downwards, downhill with κατάντης going down.

Middle Liddell

προσ-άντης, ες ἄντην
I. rising up against, uphill, steep, Lat. adversus, Pind., Thuc.
II. metaph. arduous, irksome, adverse, Hdt., Eur., etc.
2. of persons, adverse, hostile, τινί to one, Eur.; πρ. πρός τι setting oneself against it, Xen.

Frisk Etymology German

προσάντης: {prosántēs}
Meaning: steil emporsteigend, abschüssig, schroff, rauh, widrig, feindlich (Pi., ion. att.).
Etymology: Adjektivische Hypostase des Adverbs πρόσαντα (Dikaearch.) aufwärts, bergauf; wie ἔναντα von einem Nomen Vorderseite, Front, das auch in den erstarrten ἄντα, ἀντί, ἄντην (s. dd.) erhalten ist. Ebenso ἄναντα bergauf mit ἀνάντης emporsteigend, κάταντα abwarts, bergab mit κατάντης abwärts gehend.
Page 2,601

English (Woodhouse)

adverse, difficult, of ground, sloping up, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνηφορικός, δύσκολος, ἐχθρικός). Ἀπό τήν πρόθ. πρός + ἄντην (=ἀπέναντι) πού παράγεται ἀπό τήν πρόθ. ἀντί.

Lexicon Thucydideum

acclivis, sloping, steep, 4.43.3.