προσάραξη

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / προσάραξις, -άξεως, ΝΑ προσαράσσω
νεοελλ.
ναυτ. α) το τυχαίο ή θεληματικό κάθισμα του πλοίου σε αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό
β) η κατάσταση πλοίου που έχει προσαράξει
αρχ.
η ρίψη προς κάποιον ή εναντίον κάποιου.