προσένεγξις

Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A = πρόσοδος, income, Thom.Mag.p.306 R.

Greek (Liddell-Scott)

προσένεγξις: -εως, ἡ, = πρόσοδος, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199.

Greek Monolingual

-έγξεως, ἡ, Μ
πρόσοδος, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ-κ- του αορ. προσενεγκεῖν του προσφέρω.