Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσένεγξις

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσένεγξις Medium diacritics: προσένεγξις Low diacritics: προσένεγξις Capitals: ΠΡΟΣΕΝΕΓΞΙΣ
Transliteration A: prosénenxis Transliteration B: prosenenxis Transliteration C: prosenegksis Beta Code: prose/negcis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = πρόσοδος, income, Thom.Mag.p.306 R.

Greek (Liddell-Scott)

προσένεγξις: -εως, ἡ, = πρόσοδος, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 752, Νικήτ. Χων. Ἱστ. σ. 283D, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν ἐν τ. Εϳ, τεύχ. Αϳ, σ. 199.

Greek Monolingual

-έγξεως, ἡ, Μ
πρόσοδος, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προσενεγ-κ- του αορ. προσενεγκεῖν του προσφέρω.