-έω, Α1. εξασκώ, γυμνάζω επί πλέον2. στολίζω επιπροσθέτως («τὸ φυσικὸν κάλλος ὑπὸ τῆς βασιλικῆς προσεξήσκηται πολυτελείας», Ιώσ.).