-έω, Α ἐπινοῶΑ επινοώ, εφευρίσκω επίσης («ἀεί τι προσεπινοῶν ὃ κατὰ τὸ παρὸν ἐδόκει τοὺς πολλοὺς ὠφελεῑν», Πολ.).