ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-έω, Α ἐπινοῶΑ επινοώ, εφευρίσκω επίσης («ἀεί τι προσεπινοῶν ὃ κατὰ τὸ παρὸν ἐδόκει τοὺς πολλοὺς ὠφελεῖν», Πολ.).