προσερίζω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

Dor. ποτερίσδω,

   A strive with or against, αὐτόθε μοι ποτέρισδε Theoc.5.60, cf. Lyr.Alex.Adesp.37.1; τινὶ περί τινος Longus 4.2.    II provoke to anger, Aq.Ex.23.21, al., Aq.Sm.De.9.7, al.

German (Pape)

[Seite 762] noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προσηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσερίζω: Δωρ. ποτερίσδω, ἐρίζω πρός τινα, αὐτόθι μοι ποτέρισδε Θεόκρ. 5. 60. ΙΙ. ἐρεθίζω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

1 intr. se disputer encore ou en outre contre, τινι;
2 s’irriter.
Étymologie: πρός, ἐρίζω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτερίσδω Α
1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους
2. εξοργίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»].