προσπέφτω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. πέφτω στα πόδια κάποιου για να τον παρακαλέσω, ικετεύω, εκλιπαρώ κάποιον γονατιστόςμήτε πρόσπεσα στον ήσκιο σου και για να σού δεηθώ», Παλαμ.)
2. συνεκδ. παραδέχομαι το σφάλμα μου και ζητώ συγγνώμη ταπεινωμένος, ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον.