πρόσκλυσμα

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lotion, Dsc.1.115, Antyll. ap. Orib.9.23 tit.; mouthwash, Archig. ap. Orib.8.1.39; hair-wash, Herod.Med. ap. Orib.10.17.1.

German (Pape)

[Seite 770] τό, dasjenige, womit man ausspült, Spülwasser, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκλυσμα: τό, τὸ πρὸς πλύσιν ἢ θερμὸν λουτρὸν ὕδωρ, Ὀρειβάσ. 157 Matth.

Greek Monolingual

-ύσματος, τὸ, Α προσκλύζω
1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο
2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών.