προσκλύζω

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλύζω Medium diacritics: προσκλύζω Low diacritics: προσκλύζω Capitals: ΠΡΟΣΚΛΥΖΩ
Transliteration A: prosklýzō Transliteration B: prosklyzō Transliteration C: prosklyzo Beta Code: prosklu/zw

English (LSJ)

Dor. ποτικλύζω,
A wash with waves, X.Cyr.6.2.22: c. dat., dash against, πρίν γε θεοῦ τεμένει κῦμα ποτικλύζῃ Orac. ap. Aeschin.3.112; [ὄρει] προσκλύζει τὸ πέλαγος Plb.5.59.5; πρὸς τὴν ἀκρόπολιν Plu.Dio24: c. acc., lave, τοὺς ὀφθαλμοὺς ὕδατι ψυχρῷ Diocl. Fr.141:—Pass., to be washed, θαλάττῃ by the sea, D.S.1.31, cf. J.BJ3.10.1.
2 metaph., τοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους μονονουχὶ προσκλύζοντος Luc.Am.53.
II Pass., to be used as a wash, v.l. in Dsc.4.63, cf.Eup.1.119.

German (Pape)

[Seite 769] mit den Wellen anspülen, anschlagen, θάλαττα προσκλύζει, Xen. Cyr. 6, 2, 22; τῷ ὄρει προσκλύζει τὸ πέλαγος, Pol. 5, 59, 5; Luc. amor. 53; πρός τι, Plut. Dio 24.

French (Bailly abrégé)

briser ses flots : τινί ou πρός τι contre qch, baigner qch de ses flots.
Étymologie: πρός, κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κλύζω klotsen tegen; abs..; θάλαττα δὲ προσκλύζει de zee klotst ertegen Xen. Cyr. 6.2.22; met dat.. τοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους μονονουχὶ προσκλύζοντος terwijl de schoonheid als het ware tegen mijn ogen klotst [Luc.] 49.53.

Russian (Dvoretsky)

προσκλύζω: дор. ποτῐκλύζω
1 ударять (омывать) волнами, плескаться (τῷ ὄρει Polyb.; πρὸς τὴν ἀκρόπολιν Plut.): Λυδία, ἔνθα θάλαττα προσκλύζει Xen. омываемая морем Лидия;
2 перен. ласкать, манить: τοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους προσκλύζοντος Luc. в то время, как красота ласкала взоры (Тантала).

Greek Monolingual

Α
1. κατακλύζω
2. καλύπτω με κύματα
3. εκχειλίζω
4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου
5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κλύζω «περιβρέχω, πλημμυρίζω»].

Greek Monotonic

προσκλύζω: Δωρ. ποτι-, μέλ. -σω, χτυπώ, λούζω με κύματα, σε Ξεν.· με δοτ., εξορμώ εναντίον, σε Χρησμ. παρ' Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλύζω: Δωρ. ποτικλύζω, καλύπτω διὰ κυμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 22· μετὰ δοτ., προσβάλλω, ὁρμῶ ἐναντίον τινός, πρίν γε θεοῦ τεμένει κῦμα ποτικλύζῃ Χρησμ. παρ’ Αἰσχίν. 69. 25· τῷ ὄρει προσκλύζει τὸ πέλαγος Πολύβ. 5. 59, 5· πρὸς τὴν ἀκρόπολιν Πλουτ. Δίων 24. ― Παθ., κατακαλύπτομαι, κατακλύζομαι, θαλάττῃ, ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 1. 31, κτλ. 2) μεταφορ., τοῖς ὄμμασι τοῦ κάλλους μονονουχὶ προσκλύζοντος Λουκ. Ἔρωτ. 53.

Middle Liddell

doric ποτι fut. σω
to wash with waves, Xen.: c. dat. to dash against, Orac. ap. Aeschin.