προσυπολογίζω

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

English (LSJ)

   A subtract besides, Ptol.Geog.1.13.7.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπολογίζω: ὑπολογίζω προσέτι, Πτολ.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπολογίζω
νεοελλ.
υπολογίζω επιπροσθέτως, συνυπολογίζω
αρχ.
αφαιρώ κάτι επί πλέον.