ὑπολογίζω
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
German (Pape)
[Seite 1224] v. l. Arist. pol 7, 3,3, und einzeln bei Sp.; gew. med. ὑπολογίζομαι, mit in Rechnung bringen, mit an-, berechnen, berücksichtigen; Andoc. 4, 33; οὔτε τοὺς παρεληλυθότας ὑπ ολογίζεσθαι Plat. Phaedr. 231 b; κίνδυνον 9, 6; Aesch. 2, 1; οὐδὲν ὑπολογιστέον Plat. Rep. I, 341, d; οὔτε μνησικακήσετε, οὔτε ὑπολογιεῖσθε Dem. 18, 99; οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον οὔθ' ὑπολογισάμενος 197, u. öfter, u. Folgde; τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων, daraus schließen oder berechnen, Pol. 6, 39, 15.
French (Bailly abrégé)
d'ord. au Moy. ὑπολογίζομαι.
Greek Monolingual
ὑπολογίζομαι, ΝΑ λογίζομαι
1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.)
2. λαμβάνω υπ' όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι επιδράσεις του ψυχολογικού παράγοντα» β. «οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον ούδ' ὑπολογισάμενος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. περιλαμβάνω σε λογαριασμό, συγκαταριθμώ («το ποσό φαίνεται μειωμένο, γιατί δεν υπολόγισαν τα έξοδα μεταφοράς»)
2. (αμτβ.) α) έχω στον νου να κάνω κάτι, σκοπεύω να αναλάβω μια ενέργεια, προτίθεμαι («υπολογίζω να πάω εκδρομή»)
β) στηρίζω τις ελπίδες μου, ελπίζω («μην υπολογίζεις στη βοήθειά του»)
αρχ.
1. υποβιβάζω («ὑπολογίζεσθαι τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων», Πολ.)
2. εξετάζω («μὴ οὐ δέῃ ὑπολογίζεσθαι οὔτ' εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ», Πλάτ.).